Ας πιάσουμε σε ξεχωριστό άρθρο το θέμα που αναφέρθηκε ο κύριος Μπάγκος. Υπάρχουν αρκετά παρεξηγημένα σημεία σχετικά με την ιατρική εκπαίδευση τα οποία καλό θα ήταν να αναλύσουμε. Ξεκινάω με κάποιες θέσεις που ίσως λίγο-πολύ να τις σκέφτονται αρκετοί (με έντονη γραφή τα σημεία που θέλω να σας επιστήσω την προσοχή κατά τη συζήτηση):

@KM , AAT
Επί της ουσίας συμφωνώ για τα περί πελατείας κλπ αν και δεν θα επέλεγα τέτοιο χαρακτηρισμό. Φυσικά και δεν αμφισβητώ ότι υπάρχουν γιατροί που προάγουν την επιστήμη, ούτε ότι πολύ μεγάλο μέρος της σοβαρής έρευνας στην Ελλάδα γίνεται σε Ιατρικές σχολές. Απλά, πιστεύω ότι λόγω του πλήθους και μόνο των διδακτορικών που δίνονται από τις Ιατρικές σχολές, ο μέσος (το τονίζω) γιατρός διδάκτορας δεν έχει συμβάλει τόσο καθοριστικά στην προαγωγή της επιστήμης του όσο ο μέσος βιολόγος, μαθηματικός, φυσικός, μηχανικός κλπ (δεν μιλώ για θεολόγους βέβαια). Για παράδειγμα, δεν ξέρω περιπτώσεις στις παραπάνω ειδικότητες που να αποκτάται διδακτορικό δίπλωμα χωρίς έναν αριθμό (2,3 ή και παραπάνω) πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά και συνήθως ως πρώτος συγγραφέας. Στις Ιατρικές και Οδοντιατρικές σχολές από όσο ξέρω υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα (με ανακοινώσεις μόνο σε συνέδρια, με ελληνικά περιοδικά ή με συμμετοχή σε εργασίες σε διεθνή περιοδικά κάπου στη … μέση).

Ναι είναι αλήθεια πως οι διδακτορικές διατριβές που εκπονούνται στις [ελληνικές] Ιατρικές είναι παραδοσιακά… πολλές. Μην ξεχνάμε όμως πως η Ιατρική είναι ένας επιστημονικός κλάδος με δεκάδες γνωστικά αντικείμενα και ειδικεύσεις που θεραπεύονται από  διαφορετικούς επιστήμονες (ξεχωριστά και συλλογικά) και αυτό αντικατοπτρίζεται ακόμα και στον αριθμό ΔΕΠ που μαζεύουν οι Σχολές αυτές. Έχετε αναλογισθεί ποτέ τι ποσοστό αποτελούν οι καθηγητές της Ιατρικής στα πανεπιστήμια που έχουν Ιατρικές Σχολές; Όταν έχουμε τόσο μεγάλο αριθμό καθηγητών που μπορούν να παίξουν το ρόλο των επιβλεπόντων είναι αναμενόμενο να έχουμε και πολλούς υποψήφιους διδάκτορες, ιδιαίτερα όταν και τα γνωστικά αντικείμενα είναι τόσα πολλά.

Νομίζω είναι λίγο άδικη φήμη το να λέμε ότι ο μέσος ιατρικός διδάκτορας δεν έχει συνεισφέρει ανάλογα στην επιστήμη του όσο ο αντίστοιχος Βιολόγος, Φυσικός, κλπ. Ο ιατρικός διδάκτορας- αν έχει μάλιστα «κλινικό θέμα»- μπορεί να έχει συνεισφέρει πολλά, παράλληλα μάλιστα με την περίθαλψη των ασθενών (εξ ου και η συμβατότητα με την ειδικότητα). Ναι αρκετές φορές δεν έχουν καθόλου δημοσιεύσεις οι υποψήφιοι διδάκτορες, πράγμα μεμπτό και κατακριτέο, αλλά δε μπορούμε να λέμε πως αυτό συμβαίνει με όλους τους υποψήφιους.

Καλό θα ήταν επίσης να βάλουμε και τα πράγματα σε κλίμακα σκεπτόμενοι κιόλας την ιστορία των διδακτορικών διατριβών στην Ελλάδα. Η Ελλάδα ακολουθεί το «ηπειρωτικό μοντέλο» στις διδακτορικές. Ήτοι μπορείς θεωρητικά να κάνεις ΔΔ σε οτιδήποτε και συνήθως χωρίς θεσμοθετημένα μαθήματα. Στις ΗΠΑ αντιθέτως, πολύ δύσκολα θα βρεις κάτι σε στυλ PhD in Surgery, διδακτορική σε κλινικό μάθημα δε νοείται. Ψάξτε τα καλύτερα αμερικανικά πανεπιστήμια και θα δείτε PhDs μονάχα σε προκλινικά μαθήματα και σχεδόν αποκλειστικά με συγκεκριμένα μαθήματα στην αρχή: σα Master. Επίσης διαρκούν 4-5 χρόνια.

Στην Ελλάδα νοείται γιατί ακολουθούμε το γερμανικό σύστημα που κάθε γνωστικό αντικείμενο μπορεί να έχει το δικό του διδακτορικό αντικείμενο. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος, είναι απλά διαφορετικά τα συστήματα. Ίσως ένα αμερικάνικο PhD να είναι πολύ πιο απαιτητικό από ένα ευρωπαϊκό, αλλά τουλάχιστον στην Ευρώπη είναι όλα τα ίδια. Αν τώρα οι Έλληνες [Ιατροί] Καθηγητές δεν πληρούν ορισμένα στάνταρ ποιότητας για τους ιατρούς υποψήφιους, τότε αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να καταδικασθεί και πολεμηθεί μεμονωμένα. Αρνούμαι όμως να πιστέψω πως όλοι οι Έλληνες υποψήφιοι είναι γενικώς και αορίστως χειρότεροι απ’τους υπόλοιπους των θετικών επιστημών.

Επίσης, ίσως από δικό μου λάθος δεν τόνισα σωστά το επιχείρημά μου (στο οποίο όμως δεν απαντήσατε επί της ουσίας). Ναι, δεν γίνεται σήμερα να εργαστεί κάποιος ως γιατρός αν δεν έχει ειδικότητα, αλλά εγώ μιλάω για θέσεις ΔΕΠ σε Ιατρικές σχολές που είναι άλλο πράγμα. Ίσως να μην είναι και τόσο κακό η ιατρική ειδικότητα να προσμετράται ως προσόν (τονίζω, πάντα μιλάω για θέσεις ΔΕΠ). Σίγουρα όμως είναι κακό και παράνομο να αποκλείονται υποψήφιοι επειδή είναι «ανειδίκευτοι». Μπορεί εύκολα κάποιος (γιατρός ή βιολόγος) με σημαντικό ερευνητικό έργο και διδασκαλία να πάρει θέση ΔΕΠ με γνωστικό αντικείμενο «Μικροβιολογία» σε Ιατρική σχολή αν δεν έχει Ιατρική ειδικότητα (η οποία νομίζω ότι λέγεται βιοπαθολογία)? Μπορεί εύκολα κάποιος γιατρός με σημαντικό επιστημονικό έργο στην Επιδημιολογία να καταλάβει θέση ΔΕΠ στο αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο αν δεν έχει ιατρική ειδικότητα (οποιαδήποτε ειδικότητα, καθώς η Επιδημιολογία δεν είναι τέτοια)? Ρωτήστε τον Θωμά Τρικαλινό αν έχει ακούσει σε διαδρόμους τέτοιες συζητήσεις και σχόλια. Τονίζω ότι κανένας νόμος που διέπει τις εκλογές μελών ΔΕΠ και ΕΠ σε ΑΕΙ και ΤΕΙ δεν αναφέρει λέξη για ιατρικές ειδικότητες.

Εδώ πέρα έχετε απόλυτο δίκιο. Θεωρητικά τα προκλινικά (ή έντονα βιολογικά) μαθήματα μπορούν να διδάσκονται και από μη Ιατρούς. Υπάρχει όμως ένας πρακτικός λόγος που προτιμάται σχεδόν πάντα ο υποψήφιος με την ειδικότητα, αν αυτή προβλέπεται. Αυτός είναι ότι ο μελλοντικός  υποψήφιος ΔΕΠ καλείται σχεδόν πάντα να συνεισφέρει και στην ιατρική μετεκπαίδευση των Ιατρών, κάτι που απαιτεί εκ των πραγμάτων μια αναγνωρισμένη ειδίκευση.

Η ουσία παραμένει, καλώς η κακώς, τα ΜΔΕ και τα Διδακτορικά Διπλώματα είναι ακαδημαϊκοί τίτλοι που χορηγούν τα ΑΕΙ, ενώ οι Ιατρικές Ειδικότητες, επαγγελματικοί τίτλοι χορηγούμενοι από τις Νομαρχίες. Αν έχετε να προσάψετε κάτι για την ποιότητα διάφορων προγραμμάτων που χορηγούν ΜΔΕ και ΔΔ (ειδικά σε όσα εμπλέκομαι εγώ, όπως αφήσατε να εννοηθεί) προχωρήστε ελεύθερα, και ίσως επώνυμα. Επίσης τα στοιχεία επικοινωνίας μου είναι γνωστά και με χαρά θα σας απαντήσω σε οτιδήποτε γύρω από τον κλάδο που υπηρετώ.

Έχετε δίκιο κι εδώ αλλά ξεχνάτε ένα σημαντικό κομμάτι της νομοθεσίας που ουσιαστικά λύνει και αυτή την φαινομενική αδικία. Κακά τα ψέματα η ιατρική ειδίκευση αποτελεί πλέον την de facto υποχρεωτική μετεκπαίδευση των ιατρών. Δεν είναι τυχαίο που η νομοθεσία απαιτεί για τους ειδικευόμενους ιατρούς οπωσδήποτε να ολοκληρώσουν το τελευταίο κομμάτι της ειδικότητάς τους σε νοσοκομείο «που δίνει πλήρη ειδικότητα». Τα νοσοκομεία αυτά είναι πάντα τα πανεπιστημιακά ή τα λίγα μεγάλα γενικά νομαρχιακά που έχει η χώρα.

Αυτό γίνεται γιατί μόνο εκεί βλέπει ο μαθητευόμενος ιατρός την πλήρη γκάμα των περιστατικών και συνήθως εκεί βρίσκονται οι καλύτεροι και πιο καταρτισμένοι ιατροί, συνήθως καθηγητές. Το ότι δίνουν οι ελληνικές νομαρχίες την βεβαίωση για ολοκλήρωση ειδικότητας είναι ένα απλό διαδικαστικό φαινόμενο γραφειοκρατίας. Η ελληνική ειδικότητα είναι ισότιμη πχ με την ιταλική και τη γερμανική. Στην Ιταλία τους τίτλους αυτούς τους δίνουν τα πανεπιστήμια και στη Γερμανία (που έχουμε σχεδόν παρόμοιο σύστημα ειδικότητας) δε μπορεί κάποιος εκπαιδευτής να προσφέρει πλήρη ειδικότητα αν δεν έχει το υπονομαζόμενο Lehrbefugnis (ουσιαστικά υφηγεσία πάνω στο μάθημα που πρέπει να διδάξεις και εννοείται μετά από ειδικότητα).

Ο Ευρωπαϊκός χώρος έχει πλέον θέσει κάποια minimum standard για τις ειδικεύσεις των ιατρών και ανεξάρτητα ποιός δίνει το «ok» της πιστοποίησης για την ολοκλήρωσή τους όλοι οι ιατροί θεωρούνται ισότιμα εκπαιδευμένοι.

Πριν κάποια χρόνια είχε προταθεί να θεσμοθετηθεί και στην Ελλάδα η έννοια του Κλινικού Καθηγητή στο ΕΣΥ, κάτι που τελικά δεν εφαρμόστηκε. Μια τέτοια φιγούρα ίσως να ανέβαζε το επίπεδο ποιότητας εκπαίδευσης/έρευνας στα διάφορα μη πανεπιστημιακά νοσοκομεία.