του Μιχάλη Κουτσιλιέρη,
Καθηγητή Πειραματικής Φυσιολογίας
Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) έχει αποτελέσει το σημείο διαφωνιών μεταξύ των μελών του Διδακτικού & Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) αλλά και μεταξύ των φοιτητών. Όσοι προτείνουν την άμεση αναθεώρηση του κατηγορούνται ότι δυναμιτίζουν την ομαλή λειτουργία της Ιατρικής Σχολής και αποκαλούνται ως «εκσυγχρονιστήρια». Κατά την γνώμη μου, το υπάρχον Πρόγραμμα Σπουδών είναι ένα άθροισμα εξαμηνιαίων-μαθημάτων κορμού και κάποιων προτεινομένων κατ΄ επιλογήν μαθημάτων, η ποσότητα και η ποιότητα των οποίων δεν ελέγχεται ποτέ, ενώ τα περισσότερα από αυτά έχουν επιβληθεί διαχρονικά στη βάση της «θέλησης» των κατά καιρούς ισχυρών Καθηγητών της Ιατρικής Σχολής.

Έτσι δεν υπάρχει η συγκρότηση ενός Προγράμματος Σπουδών στη βάση του τι θέλουμε να γνωρίζει και τι δεξιότητες θέλουμε να έχει ο πτυχιούχος μας για να πιστοποιείται για αυτές με το πτυχίο του. Ο πτυχιούχος μας παρότι έχει περάσει επιτυχώς τις προβλεπόμενες εξετάσεις των μαθημάτων του Προγράμματος Σπουδών είναι αδιευκρίνιστο αν μπορεί να εκτελεί βασικές ιατρικές πράξεις και να αντιμετωπίζει τα κοινά ιατρικά προβλήματα της πρωτοβάθμια ιατρικής φροντίδας. Αυτό καταφαίνεται και από το γεγονός ότι το Υπουργείου Υγείας όταν διορίζει τους πτυχιούχους μας στα αγροτικά ιατρεία και κέντρα υγείας της χώρας, προνοεί να τους στείλει για 3 μήνες «υποχρεωτικής εκπαίδευσης» στα κατά τόπους Νοσοκομεία, αναγνωρίζοντας έτσι έμμεσα, πλην σαφώς, την ανεπάρκεια της ιατρικής τους εκπαίδευσης.

Το θέμα μας βέβαια δεν είναι το εάν θα πρέπει να αποκτούν αυτόματα την άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος οι πτυχιούχοι μας αλλά το πώς μία αναθεώρηση του υπάρχοντος Προγράμματος Σπουδών (μιλώ ιδιαίτερα για την Ιατρική σχολή Αθηνών που γνωρίζω καλά) θα διασφαλίζει την ιατρική τους επάρκεια. Προφανώς, όσο το 6ετές Πρόγραμμα Προπτυχιακών Σπουδών καθορίζει ότι οι φοιτητές μας «βλέπουν» ασθενή στο 4ο χρόνο σπουδών τους, γίνεται αντιληπτό ότι η ιατρική επάρκεια των αποφοίτων μας επαφίεται στην δική τους πρωτοβουλία.

Σήμερα όμως, με την καθομολογούμενη εκρηκτική ανάπτυξη της γνώσης στις βιοιατρικές επιστήμες, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι φοιτητές της Ιατρικής Σχολής πρέπει να ακολουθούν ένα Πρόγραμμα Σπουδών, που θα τους κάνει κοινωνούς όλων των Βασικών-Εργαστηριακών και Κλινικών συνιστωσών της σύγχρονης Ιατρικής Επιστήμης. Ένα τέτοιο σύγχρονο Πρόγραμμα Σπουδών, οφείλει και πρέπει να είναι πάντα εστιασμένο στην κατανόηση των μηχανισμών της ζωής, των μηχανισμών ασθένειας, των θεραπευτικών προσεγγίσεων των νόσων και των συνολικών επιδράσεων της νόσου πάνω σε στον ασθενή αλλά και στην κοινωνία των ανθρώπων. Επίσης, είναι επιβεβλημένο ο φοιτητής να έρχεται σε επαφή με τον άρρωστο και τις επιπτώσεις της ασθένειας (πάνω στον άνθρωπο και στην κοινωνία) από τα πρώτα έτη του Προπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών. Φυσικά ένα τέτοιο Πρόγραμμα Σπουδών εμπεριέχει ως βασική προϋπόθεση επιτυχίας την παραδοχή των μελών ΔΕΠ ότι πρέπει εκείνοι να προσαρμοσθούν στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών και όχι το Πρόγραμμα Σπουδών σε αυτούς.

Ιατρική Επιστήμη είναι και πρέπει να παραμείνει ένα κάλεσμα προσφοράς. Έτσι ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα υπηρετεί αυτό το κάλεσμα οφείλει να έχει επίκεντρο τον ΑΣΘΕΝΗ, προετοιμάζοντας τον φοιτητή για την λήψη της απόφασης – δια του όρκου – ότι με την αποφοίτησή του δεσμεύεται δια βίου ότι «θα είναι πάντα παρόν» δίπλα στον οποιοδήποτε ασθενή «στην ώρα της ανάγκης». Ο απόφοιτος-ιατρός δεσμεύεται ότι ακόμα και εάν δεν μπορεί να προσφέρει θεραπεία, θα προσφέρει μεγαλόψυχα και άδολα ανακούφιση, παρηγοριά και συμπόνια στον ασθενή και στην οικογένειά του. Έτσι, η εκπαίδευση των μελλοντικών ιατρών πρέπει να επικεντρώνεται στην διαδικασία με την οποία καλλιεργείται η δημιουργία των κατάλληλων διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα σε ασθενή και ιατρό, έτσι ώστε ασθενείς και ιατροί να είναι συνεργάτες και να συναποφασίζουν για την διαχείριση του ιατρικού προβλήματος, φτάνοντας σε μία αμοιβαία κατανόηση των επιμέρους στόχων της θεραπείας αλλά και των διακριτών τους ρόλων στην παραπάνω σχέση. Οι φοιτητές-μελλοντικοί ιατροί πρέπει να αντιλαμβάνονται παρακολουθώντας το Πρόγραμμα Σπουδών τους ότι ξεκινούν την «δια βίου αναζήτηση της αλήθειας» σχετικά με την κατανόηση των μηχανισμών της ζωής και της νόσου.

Βέβαια, η οποιαδήποτε αναθεώρηση του Προπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών είναι αδύνατον να γίνει σήμερα (έστω και να συζητηθεί σοβαρά) με τον υπάρχοντα τρόπο λειτουργίας των διοικητικών οργάνων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο λόγος είναι ότι κάτι τέτοιο δεν το εγκρίνουν οι «δυναμικές μειοψηφίες» των φοιτητών, οι οποίες ελέγχουν την Γενική Συνέλευση και οι οποίες συνεπικουρούνται / κατευθύνονται φορές στο έργο τους από κάποιους, που πιστεύουν ότι θα «χάσουν» κάποια κεκτημένα προνόμια.

Για να εκτιμήσει ο αναγνώστης το ακατόρθωτο του εγχειρήματος κάτω από τις σημερινές συνθήκες θα αναφερθώ στο τι συνέβη κατά την διαδικασία των τελευταίων εκλογών για την ανάδειξη Προέδρου και Αναπληρωτή Προέδρου στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Εκεί, μία «δυναμική ομάδα φοιτητών» διέκοψε τις εκλογές και υποχρέωσε τους υποψήφιους να «ορκισθούν» ότι δεν θα αλλάξει τίποτε στο υπάρχον Πρόγραμμα Σπουδών για να επιτραπεί η συνέχιση των εκλογών !!!.

Παρόλα αυτά όμως πιστεύω ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα (ΔΕΠ & φοιτητές) πρέπει να αντιληφθεί ότι μία τέτοια αναθεώρηση του Προπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών, βασισμένη σε ένα ξεκάθαρο πλαίσιο «ακαδημαϊκών αξιών και στόχων» και το οποίο θα συμφωνείται άμεσα με την εγγραφή των φοιτητών μας στο Πανεπιστήμιο, θα δώσει την ευκαιρία να βγάζουμε «νέους ιατρούς» και όχι «πτυχία ιατρικής», ξαναδίνοντας έτσι την αξία που άλλωστε αρμόζει στο πτυχίο των αποφοίτων μας και καταξιώνοντας την δουλεία μας απέναντι στην επιστήμη και την κοινωνία. Η ελπίδα μου είναι ότι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, ιδιαίτερα οι φοιτητές και γιατί όχι η ίδια η κοινωνία, θα παρέμβουν ενεργά και θα επιβάλλουν την αναθεώρηση του Προγράμματος Σπουδών Ιατρικής στην χώρα μας.